κοσμαγός — guide of the universe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμαγοῖς — κοσμαγός guide of the universe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμαγοί — κοσμαγός guide of the universe masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμαγούς — κοσμαγός guide of the universe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμαγῶν — κοσμαγός guide of the universe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμαγωγός — κοσμαγωγός, όν (Μ) 1. (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει κόσμο, επιβατηγός 2. αυτός που οδηγεί τον κόσμο, ο κοσμαγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. οχλ αγωγός, υδρ αγωγός] … Dictionary of Greek